Новогреческий словарь
υποστατικός
υποστατικός
мед.
застойный
;
~ή πνευμονία — застойная пневмония
;
~όν φαινόμενον — застойное явление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
застойный
? —
υποστατικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποστατικός
? — застойный
#
(ново)греческий словарь
—
τζίφρο
—
πολιτικολογώ
—
απασσάλωτος
—
δίσπαππος
—
ακατανόητος
—
αντιπεφωνημένος
—
σημαιοστόλιστος
—
ατοποθέτητος
—
κοινολογώ
—
ζαβολιάρικος
—
αποκήρυξη
—
μικροφιλόδοξος
—
μεταγωγός
—
λούμπουνας
—
ευδιάβλητος
—
φημολογώ
—
αλφάδιασμα
—
στάξη
—
στεγανός
—
τρύζω
—
ενδορραχιαίος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве