|
принесённый на руках; τόν φέρανε ~ό — [phrase]его притащили, принесли на руках[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово принесённый на руках? — κουβαλητός как с (ново)греческого переводится слово κουβαλητός? — принесённый на руках — γιακί — αλογίστως — λατρεία — σώβρακο — οραγκουτάγκος — κάθαρμα — καταπίνω — όρυγμα — ακροβασία — ξεκαπακώνω — φωτορύπανση — αποδέχομαι — χιονοβόλημα — συγκατανευτικός — ανώι — ωροσκοπία — αναισθητικός — πεζεύγω — εξέλαση — εξασθενής — φώκαινα |
|||