|
ο принуждение, насилие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово принуждение? — καταναγκασμός как на (ново)греческом будет слово насилие? — καταναγκασμός как с (ново)греческого переводится слово καταναγκασμός? — принуждение, насилие — δίτονος — ουμανιστικός — αεροστεγώς — καρβουνιάζω — λαπαροσκόπιο — σεράι — παραλύω — αλαλάζω — στηθοχτυπιέμαι — πωματίζω — ανισος — αριθμολογία — επισκευαστικός — καλοφαίνομαι — σαγματοποιός — χαρακτηριστικά — ξεπαραδιασμένος — μαντολάτο — γλαδίολο — ενθουσιοσμός — θεοσκότεινος |
|||