Новогреческий словарь
δήμα
δήμα
το :
τό άγιο δήμα — святой алтарь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δήμα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανεξαίρετος
—
ιππαστί
—
εντεροκήλη
—
ανεπιγνώστως
—
ξυλόστρωτος
—
μπουζού
—
χασκάζω
—
υστεροχρονολογώ
—
μολυβδύαλος
—
βρυχηθμός
—
ανυπόφορος
—
στέρεψη
—
αντίκειμαι
—
προβοδίζω
—
αναχασμιούμαι
—
φυλλολογώ
—
πηλίκο
—
δυσλεξικός
—
λέξη
—
νόμισμα
—
τάβανος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве