|
το : τό άγιο δήμα — святой алтарь #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δήμα? — — σχοινάκι — πενταετηρίδα — κτήτορας — φρακτός — ντεκρετσέντο — γουρνάς — νυφοπάζαρο — υπνωτισμός — ντέφι — αποτσίγαρο — ορνιθόμυαλος — κολλοδιούχος — αιμάτωση — αυτοαναφλέγομαι — ελαστικό — μισογραμματισμένος — στυλό — προσκυνητάρι — ξεκαθάρισμα — κατακομμάτιασμα — ιερακιδέας |
|||