|
(-εως) η мед. миоз, сужение зрачков #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово миоз? — μύση как на (ново)греческом будет слово сужение зрачков? — μύση как с (ново)греческого переводится слово μύση? — миоз, сужение зрачков — ελμινθοβότανον — πανωσέντονο — κόκκορος — αντοχή — δυσφόρητος — τεχνητό — απόκαρδος — αποτσιπωσιά — έγκλειση — αλογία — ανιδιοτελής — στυλοβάτης — διέκχυση — παραμάγειρος — αισθητικότητα — πικραμυγδαλιά — δοντόπονος — γεμάτα — ισπανικά — μεροκαματιάρισσα — σεισμογραφία |
|||