Новогреческий словарь
γελάδα
γελάδα
η 1)
корова
(тж. бран. о женщине);
2) перен.
дойная корова
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
корова
? —
γελάδα
как на
(ново)греческом
будет слово
дойная корова
? —
γελάδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γελάδα
? — корова, дойная корова
#
(ново)греческий словарь
—
ευαγγέλιο
—
ελαιόδενδρο
—
μπάζα
—
επαίχθην
—
θρομβοφλεβίτιδα
—
έμπροσθεν
—
ασχήμισμα
—
ξέστηθος
—
πολφίτιδα
—
βεντετίζω
—
επίπλωση
—
αντισχέδιο
—
μενουέττο
—
γερμανισμός
—
πενθήμερος
—
στενόκαρδος
—
αλαφροχειμωνιά
—
σεμνοπρέπεια
—
έρευξη
—
χαμπέρι
—
διπλοκλείδωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω