|
η бот. агава #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово агава? — αγαύη как с (ново)греческого переводится слово αγαύη? — агава — βουρκόνερο — αδιάρρηκτος — αποκαρώνομαι — υπεισέρχομαι — οσμογόνος — γονιμότητα — ακουστικώς — αναξήρονση — λυτάρι — θερίστρια — φριμαγμός — αρχικός — μασητικός — ρουμάνι — αυτομαγνήτιση — αλάτισμα — εξατμιστήρας — επανάπλους — ξυλιά — αναδέω — φλυαρία |
|||