|
η 1) рентгенография; 2) рентгеновский снимок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рентгенография? — ακτινογραφία как на (ново)греческом будет слово рентгеновский снимок? — ακτινογραφία как с (ново)греческого переводится слово ακτινογραφία? — рентгенография, рентгеновский снимок — χοντράνθρωπος — περιστασιακός — τρωγαλίζω — ασκητισμός — ξαγριεύω — αιλουροειδή — χωρίστρα — επιβλητικότητα — φυλλοβόλημα — νανοτεχνολογία — χοντροκάμωτος — σκαμπαβία — κερδοσκοπώ — κλωστοϋφαντουργική — ξεθράκιασμα — ορμητήριο — έμεσμα — πλούτος — αναφερθείς — μαρούλι — μινιμαλιστής |
|||