Новогреческий словарь
ακτινογραφία
ακτινογραφία
η 1)
рентгенография
;
2)
рентгеновский снимок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рентгенография
? —
ακτινογραφία
как на
(ново)греческом
будет слово
рентгеновский снимок
? —
ακτινογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακτινογραφία
? — рентгенография, рентгеновский снимок
#
(ново)греческий словарь
—
αστράγαλος
—
αμετροεπής
—
κορβανάς
—
εισφέρω
—
νευραπόφυση
—
ακίνδυνα
—
ρόβη
—
φρουτόδεντρο
—
ξανασηκώνω
—
ακακοκάρδιστος
—
ελαφόπουλο
—
αχωνευσία
—
δικτυοπλόκος
—
έμβοθρον
—
απεικασιά
—
στραβοκυττάζω
—
λύκειο
—
πρεπόντως
—
αδιάθετος
—
στραγγαλισμένος
—
τρυπιοχέρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве