|
ο самоограничение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоограничение? — αυτοπεριορισμός как с (ново)греческого переводится слово αυτοπεριορισμός? — самоограничение — πολύγνωρος — ελαιακόνη — κοκάλινος — αιχμαλωσία — αντίψυχο — καπιταλίστρια — καπνογόνος — εννοιολογικός — βαρκάρισμα — δενδροφύτευση — ορεσίβιος — κτίσμα — ακυβέρνητος — γυμνασμένος — αφεντόπουλο — οξυοσμία — κούρκα — επαργυρτικός — λούστρος — βάδην — γρικάω |
|||