|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θρησκευόμενος? — — κωλοσούρνομαι — χρωματικότητα — αλλιώς — τροφός — τροχείον — άσυρτος — αδιασκεύαστος — γδούπος — βούκα — σελιδοποιητικά — τέντυ-μποΰστικος — μηχανοθεραπεία — φωτάω — δημολογία — αλυσοκλείνω — εκβίασμός — τούλι — δικτάτορας — παρακοιμάμαι — πεντάγραμμο — μαγιόλικα |
|||