|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκουληκομυρμηγκότρυπα? — — οπλοδόκη — ξάστερα — χαλκουργία — αβαντσάρισμα — λεπτολογικός — βαρήκοος — υποφυλακτήρ — ευραπηλιώτης — πλαστική — εθνάρχης — υπηρετομεσίτρια — σύναπάντημα — σαυροειδή — γονυκλισία — κυριακάτικος — ομαδικά — δέκα — εναλλάσσω — σπληναλγία — διάφανος — μονιάς |
|||