|
поднимать целину, распахивать залежные земли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поднимать целину? — εκχερσώνω как на (ново)греческом будет слово распахивать залежные земли? — εκχερσώνω как с (ново)греческого переводится слово εκχερσώνω? — поднимать целину, распахивать залежные земли — αυτοδιέγερση — ώριος — ανατροφή — κατιφένιος — ψιλορώτημα — ακρόμακρα — γρούμπος — υφαντής — στάντσα — αντιβηχικό — απομυθοποιούμαι — αμβλυντικός — θερμομέτρημα — αμυγδαλοκατόκτης — συμπιεστό — τυρίνη — περιδιάβασμα — χυμευτικός — φενακισμός — αφάνισμός — εντεταλμένος |
|||