Новогреческий словарь
επετεύχθην
επετεύχθην
παθ. αόρ. от επιτυγχάνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επετεύχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
παρατράβηγμα
—
περιγραπτός
—
εναυσματοδόχη
—
απίθωμα
—
σύμφυμα
—
νεότερος
—
τετανικός
—
ακκίζομαι
—
μεταμοντερνισμός
—
κηρογραφία
—
εκτελώ
—
πρωταριά
—
υδατοδιαλυτός
—
ταχυβόλος
—
λαγοκοιμιέμαι
—
διατακτικός
—
λάμνω
—
κυρά
—
πόστο
—
αλλιάδα
—
καμωματαράς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве