|
стальной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стальной? — ατσαλένιος как с (ново)греческого переводится слово ατσαλένιος? — стальной — υπερυψώνω — πλωτήρας — εξάχνωσις — παλιοβρώμα — ξαλέθω — ασυμπάθιστος — κομπασμός — όμηρος — βαναυσούργημα — καταρροή — ριγέ — βοϊδάμαξα — ισχιακός — απίθανος — πεζολόγος — κανηφόρος — θεατρικότητα — επικόρμιον — αρβάλι — ενεδρευτικός — αντιφεγγίζω |
|||