|
ο орангутанг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орангутанг? — ουραγκουτάγκος как с (ново)греческого переводится слово ουραγκουτάγκος? — орангутанг — ετερομορφία — κακοσημαδιά — παραγωγικά — ομφαλοκήλη — σούβλα — ανθόσπαρτος — άρρηχτος — αναμελετώ — σαλπιγγίτιδα — ρόζος — ισχυρότητα — δαψίλεια — αγούννωτος — αστεροειδής — κεραστής — αξυπνησιά — ακατάχτητος — αποκρυπτογραφούμαι — παραστεκάμενο — ψιθυρισμός — αγκίδα |
|||