κατεσχέθην

формы словаβ
κατεσχέθην
παθ. αόρ. от κατέχω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κατεσχέθην? —


ραχίτιδαλατικόνκερματίζωηδονιστικόςυπερώαμαργωτίδαπροσλαμβάνωυπεύθυναχορτολογώλιγο-δακτυλογραφώδιαβολέαςενδοκυβερνητικόςφελάφελαράθυμοςαιδοιολειξίατίγκι-τάγκααγγουριάεπίγειοςδεκάρικολεπτόκοκκώδης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit