|
παθ. αόρ. от κατέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατεσχέθην? — — ραχίτιδα — λατικόν — κερματίζω — ηδονιστικός — υπερώα — μαργωτίδα — προσλαμβάνω — υπεύθυνα — χορτολογώ — λιγο- — δακτυλογραφώ — διαβολέας — ενδοκυβερνητικός — φελάφελ — αράθυμος — αιδοιολειξία — τίγκι-τάγκα — αγγουριά — επίγειος — δεκάρικο — λεπτόκοκκώδης |
|||