|
η клейстер (из крахмала) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клейстер? — μάζαλη как с (ново)греческого переводится слово μάζαλη? — клейстер — ανέγκλητος — δακτυλίωση — οικτρός — ζηλεύομαι — κορνιαχτός — παρασούσουμος — τσάρκα — φυλλοφορώ — αιμοπλαστικός — ιδρύτρια — καμουφλαρισμένος — εγήρασα — βαμβακοχώραφο — πρεζάρισμα — ενεστωτικός — ανάστα — αμυησία — αυτοακρωτηριάζομαι — αεριόμετρο — πηλάλα — χαρακτηρίζω |
|||