|
η высочество; η αυτού ~ — [phrase]его высочество[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высочество? — υψηλότητα как с (ново)греческого переводится слово υψηλότητα? — высочество — υπωρόφιος — μπόλι — παρατσούκλι — αλεξητήριον — νημάτωμα — ευωχία — αποτέτιος — πυριόβολο — καταχνιά — ανακατατάσσω — ομοιοπολικός — εδικτον — αποσύκισμα — απάνθρωπα — τυφλίτης — εκλεκτικός — πείσμωμα — χειροτερεύω — περικάλυμμα — ευφράδεια — πατσομύτης |
|||