Новогреческий словарь
επιμιγνύω
επιμιγνύω
(αόρ. επέμ(ε)ιξα )
смешивать
(виды, расы и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смешивать
? —
επιμιγνύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιμιγνύω
? — смешивать
#
(ново)греческий словарь
—
προπυρήνας
—
εμπορευματοκιβώτιο
—
κοντραστάρω
—
κεντράδι
—
αφρόντιδος
—
ημέρευση
—
απαλάμη
—
ζωούλα
—
τζοβαΐρι
—
αναμάζωμα
—
κηλίμι
—
φαρμακοσυλλέκτης
—
απόγωνος
—
σημαντικότητα
—
αφρόντιστα
—
φραξιονιστικός
—
ευαίσθητος
—
μετακινητός
—
οφειλή
—
λουλουδάω
—
συνδιοικώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве