|
глинистый; содержащий белую глину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глинистый? — αργιλοφόρος как на (ново)греческом будет слово содержащий белую глину? — αργιλοφόρος как с (ново)греческого переводится слово αργιλοφόρος? — глинистый, содержащий белую глину — μπουμπούκα — ανεμιστήρι — κασετίνα — ψευτοπαλληκαράς — ραμφισμός — φλόγισμα — αγκυλώνω — αδικαίωτος — ταχύνω — καμπουριάζω — κολόπτω — αμπάρωμα — κρεμαστήρι — πανσλαβισμός — αλεποτόμαρο — γλυκοτραγουδημένος — ιδιορρυθμία — ακαγιού — σκορδοφαγία — αβυσσαλέος — φλογέρα |
|||