|
противотанковый; ~ό πυροβόλο — противотанковое орудие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противотанковый? — αντιαρματικός как с (ново)греческого переводится слово αντιαρματικός? — противотанковый — γέψιμο — ελαιότρυγον — λίχνευμα — καρδιοσκασιά — κυβισμός — καθηγητής — λουτρολογία — κυνικότης — ευζωνάκι — σαινσιμονισμός — ζαλίζω — παράλογο — έργο — αδικος — σκορπάω — θραυστήρ — κέρδος — μαγκάλι — ομολογούμαι — μαρμαροστρώνω — γεννητουροποιητικός |
|||