|
η церк. кропило #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кропило? — αγιαστήρα как с (ново)греческого переводится слово αγιαστήρα? — кропило — κουδουνατος — ανάκρουσμα — χουμικός — μάρσιππος — ξυλόπροκα — ασυμμετρία — σουλτανικός — στιβάνι — κουραδόβλαχος — δημητριάτικο — τέντζερες — μυδράλλιο — αργυροκόσμητος — οικουμενικότητα — σβηστήρας — ισονομία — χαλκοπλαστικός — καισαρισμός — βραδιάζοντας — νάφθη — ηθητήρας |
|||