αγιαστήρα

формы словаβ
αγιαστήρα
η церк. кропило



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово кропило? — αγιαστήρα
как с (ново)греческого переводится слово αγιαστήρα? — кропило


κουδουνατοςανάκρουσμαχουμικόςμάρσιπποςξυλόπροκαασυμμετρίασουλτανικόςστιβάνικουραδόβλαχοςδημητριάτικοτέντζερεςμυδράλλιοαργυροκόσμητοςοικουμενικότητασβηστήραςισονομίαχαλκοπλαστικόςκαισαρισμόςβραδιάζονταςνάφθηηθητήρας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit