|
η 1) струпа; 2) нерв #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово струпа? — κόρδα как на (ново)греческом будет слово нерв? — κόρδα как с (ново)греческого переводится слово κόρδα? — струпа, нерв — αλληλοπαθής — ξεθαμπώνω — ωρολογοποιείο — έντεκα — συναγελάζομαι — έντοκος — βιαστικά — τηράζω — αποκρεμιέμαι — αρκτόδερμα — οικογενειακότητα — λαρυγγίτιδα — βενζόλη — πεντακόσια — εξαχνώ — ζέον — φαφούτισσα — καναρινάκι — χαμογελώ — τροχός — γαργαλίζομαι |
|||