|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταϋποχρεώνω? — — συγκαλά — υγρός — ηλεκτρογόνος — Κορέα — καγκάβα — κουτσονόρα — αναχωματώνω — γυψοπλαστική — ξώφυλλο — ηχερός — φορτισμένος — αποσπαργανώνω — ψόφος — υδρογονούχος — επενέργεια — εποστρακίζομαι — προχρηματοδότηση — ανίδρωτα — φαιός — διαστόμωση — προαπαιτώ |
|||