|
(-ύος) η уст. бровь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бровь? — οφρύς как с (ново)греческого переводится слово οφρύς? — бровь — χαραδρώδης — αιματοπότης — ρητώς — εγγυοδοτώ — αργυροκιδής — ηθοπλαστικός — ακτινοθεραπεία — μαρμαροειδής — ψιμύθιο — βρούχος — ξαναβλέπω — πετρελαιόπισσα — πρύμη — μισοκαμένος — φωτοτακτισμός — λιγνάδα — ασκόπευτος — τσελίκι — αμυγδαλές — επικυρωμένος — αυτοδίδαχτος |
|||