Новогреческий словарь
γνώρος
γνώρ|ος
(πλ. γνώρια) τό
узнавание; знакомство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
узнавание
? —
γνώρος
как на
(ново)греческом
будет слово
знакомство
? —
γνώρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γνώρος
? — узнавание, знакомство
#
(ново)греческий словарь
—
θεοπάλαβος
—
μελιά
—
πορπατώ
—
άψινθος
—
υπουργοποίηση
—
αστυνόμευση
—
ονειδισμός
—
γκρεμά
—
δεσπέντσα
—
σύναρση
—
απόγκωνος
—
δυσκραής
—
συμπυκνώνομαι
—
συνομοσπονδιακός
—
αμετρολογία
—
ξινάρι
—
έρμα
—
πλυντήρ
—
συλλαμβάνω
—
βουδδικός
—
αναπνευστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,