|
ο 1) нумератор (аппарат); 2) счётная машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нумератор? — αριθμητήρας как на (ново)греческом будет слово счётная машина? — αριθμητήρας как с (ново)греческого переводится слово αριθμητήρας? — нумератор, счётная машина — βαγόνι — προγευματίζω — ασυνοίκιστος — ενάντια — κοτζάμ — γαλαδερφή — ακολπος — αλούφαχτος — προσταταλγία — σηματογράφος — κωλοσφούγγι — εγερσιμότητα — εκλιπαρώ — προλεταριακός — αβανταδόρικος — γαλβανοσκόπιο — συνασπίζομαι — τζίφρο — κενόσοφος — ολιγοφαγία — ριζοσπαστικότητα |
|||