Новогреческий словарь
παρενέβην
παρενέβην
αόρ. от παρεμβαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρενέβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ουλαμαγός
—
κανονάρχης
—
συστένω
—
ισοβαρής
—
καϊμακλής
—
εθνάριον
—
θερμασμένος
—
απεμπολή
—
δόσα
—
ΟΗΕ
—
φθινόπωρο
—
μονόγαμος
—
ολοφάνερα
—
εγκαθίδρυση
—
πεθυμάω
—
ακαταγωνίστως
—
φαλαιναλιευτικό
—
εξοκέλλω
—
φιλόπονος
—
βουτώ
—
βαρύτητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,