|
получать назначение (на должность); διωρίστηκε επιθεωρητής — [phrase]он назначен инспектором[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово получать назначение? — διορίζομαι как с (ново)греческого переводится слово διορίζομαι? — получать назначение — χαρτού — άσφακτος — παίνεμα — ευμέθοδον — δανειολήπτρια — αγέννηγος — μεταδότης — μονόχειρας — ξενάγηση — ζίγκ-ζάγκ — τζανερίκι — σεμνότητα — ακοινολόγητος — στεγάζω — πεντάλιρο — σιτίζομαι — καμέραμαν — περιφρονήτρια — φαραωνικός — φόρεμα — γεωπονικός |
|||