|
близорукий (человек) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово близорукий? — μύωπας как с (ново)греческого переводится слово μύωπας? — близорукий — χάσκημα — ηλιόγερμα — πτωχολογιά — πολεοδομικός — ευεπηρέαστος — φθοροποιός — αίξ — ανισόπεδος — βωλογυρίζω — ευνούχισμα — εξανδραποδίζω — αματόλη — θιασάρχης — ριζίδιον — μέτρος — χαλινός — ξεχαρβάλωμα — μακαρίτης — έναυλος — αγελαδοκομία — αιμοφιλικός |
|||