Новогреческий словарь
μύωπας
μύωπας
близорукий
(человек)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
близорукий
? —
μύωπας
как с
(ново)греческого
переводится слово
μύωπας
? — близорукий
#
(ново)греческий словарь
—
αλλοιόσχημος
—
απολεπιστικός
—
αλληλοφονία
—
υπερκορεννύω
—
μοναχικός
—
τιτύβισμα
—
θειαφισμένος
—
είνε
—
καταφρόνηση
—
υπεριτίαση
—
βελτιώνομαι
—
κλαυθμών
—
παραξόνιο
—
χύδην
—
δεκαεπτάκις
—
διαμέλιση
—
αποψίλωση
—
γεράματα
—
τελώνιο
—
θερμοπαρακάλιο
—
αψόφιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве