|
фракийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фракийский? — θρακικός как с (ново)греческого переводится слово θρακικός? — фракийский — ηλεκτροκαρδιογράφος — συμπεθεριάζω — αποκεφάλισμός — κωμικοτραγικός — ακαβάλληγος — δαιμονολογία — κρηνίδωμα — μακαρισμοί — αλευροποιείον — αδιατάραχτος — αμλέτιος — χρηματαποστολή — τρυπητήρας — ενορχήστρωση — ανακύκληση — αθειάφιστος — διαμετρητήρας — μυριστικός — περίσσιος — ανάτριψη — ωρίμασμα |
|||