|
изготовленный из пакли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изготовленный из пакли? — στουπένιος как с (ново)греческого переводится слово στουπένιος? — изготовленный из пакли — καμπυλώνω — λιακωτό — γαστρορραγία — αφίημι — αγεψιά — διάργυρο — πάρεργο — αυτεπαινούμαι — πλανεύτρα — πτωχαλαζών — πέρδικα — διαπραγματεύομαι — συγκεκριμενοποιώ — γατοφαγωμένος — ακαδημαϊκός — βιαιοπραγώ — αναπάλλω — επεξηγώ — ομάδα — αφαλισμός — ευαγής |
|||