|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σουρτουκεύω? — — αφύπνιση — δεκατημόριο — ξενοκρατία — ικανότητα — εκφοβισμός — αεροπορικός — θελκτικότητα — αλεξίφλογον — εγρήγορση — ατάσθαλος — απεριοδικός — κορνάρω — γωνίασμός — ρεμούλκα — υπνωτίζω — αμαξάρα — ανεμόσαρκος — αξόνιος — ανεξεύρετος — απλοποιώ — κατάντημα |
|||