σουρτουκεύω

формы словаβ
σουρτουκεύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σουρτουκεύω? —


αφύπνισηδεκατημόριοξενοκρατίαικανότηταεκφοβισμόςαεροπορικόςθελκτικότητααλεξίφλογονεγρήγορσηατάσθαλοςαπεριοδικόςκορνάρωγωνίασμόςρεμούλκαυπνωτίζωαμαξάραανεμόσαρκοςαξόνιοςανεξεύρετοςαπλοποιώκατάντημα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit