Новогреческий словарь
ενωτικό
ενωτικό
το :
~ σημείο — грам. дефис, соединительная чёрточка; знак переноса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενωτικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ομόθερμος
—
μπανιστής
—
άγγιαχτος
—
κατεσπευσμένος
—
διαφοροποίηση
—
αναδεχτός
—
στουμπώνομαι
—
ακυρωτέος
—
ανταποκριτής
—
ανασκουμπώνομαι
—
παραμένω
—
γυναικίτι
—
θυρανοιξία
—
ερπυστριοφόρος
—
ανθρακοφορτίον
—
ανάβλημα
—
κρουστάλλιασμα
—
σιφώνιο
—
ζελέ
—
βαρελάδικο
—
διασπασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве