|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ληρολογία? — — ευχερώς — όνος — προέμβασμα — λεμφοκυτογόνος — ψαλιδοειδής — λαλητά — βριξιά — τσίτσιδος — αξιαγάπητος — εξέλκωση — ηλιολατρεία — γαλατερά — Ελβετός — φλεγμονή — μουστερής — νοτιοδυτικώς — τηλεκατευθυνόμενος — εφεκτικός — θανάσιμα — γλυκοχαιρέτισμα — αξίωση |
|||