|
тех. ведущий (о колесе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ведущий? — πρωτόστροφος как с (ново)греческого переводится слово πρωτόστροφος? — ведущий — απροχώρητο — Ανταρκτική — υδρόλυτος — ανορμοστία — λιθανθρακόπισσα — τυρφώνας — χύλισμα — γαλανάδα — καλαθόσφαιρα — σιγαστήρας — προσαρτώ — καταχθόνιος — σφετερίστρια — φαλμπαλάς — δημότης — κεράμινος — λειξιάρης — απροσάρμοστος — κουσκουσουριά — μικτός — αναθάρρηση |
|||