Новогреческий словарь
μονοβασικός
μονοβασικός
хим.
одноосновный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одноосновный
? —
μονοβασικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοβασικός
? — одноосновный
#
(ново)греческий словарь
—
ευελπιστώ
—
αντιδημοτικότητα
—
σοκολατένια
—
διέγερση
—
περίθλαση
—
κουτσοπερνάω
—
τσαγκάρικος
—
ανυστέρητος
—
απογαλάκτισμος
—
ρεαλιστικός
—
αλχημίστρια
—
μονομιάς
—
ψαρονέφρι
—
σπερματίας
—
ξαλλάζω
—
περγαμόντο
—
τραχύς
—
ακαλπονόθευτος
—
αμφιμήτριος
—
μηλόπαστα
—
μπεκρού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,