|
одно; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одно? — ένα как с (ново)греческого переводится слово ένα? — одно — προφυλάκιση — πρόκειται — συντασσόμενος — αδικοκρισία — σπουρδακύλα — νεφάριος — αφακέλλωτος — παρενέβην — χρωματοσκόπιο — αμαράγκιαστος — εμένα — ξεκαρφιτσώνω — πρωτοπρεσβύτερος — λύγημα — καρφωτός — βυσσοδομώ — αναθάρρος — τζάγκουαρ — κανταδίτσα — θεοσκόταδο — πολιτικοοικονομικός |
|||