|
η жив. 1) светотень; 2) наложение светотени #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово светотень? — φωτοσκίαση как на (ново)греческом будет слово наложение светотени? — φωτοσκίαση как с (ново)греческого переводится слово φωτοσκίαση? — светотень, наложение светотени — κραγιόν — κουτσομπολειό — κουφιοκεφαλάκισσα — συνοφρυώνομαι — αποδασώνομαι — εγωίσταρος — φαρμακιάρης — άσφιχτος — στεφάνωση — αναζωογονητικά — δυσκατάληπτος — γυναικοφέρνω — βρωμόγρια — δερμάτι — χρωματουργείο — αθερίνα — μεταφυτευτής — εκπλατύνω — γούνη — φλυκταινώδης — χερόβολο |
|||