|
η фасолевый суп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фасолевый суп? — φασολάδα как с (ново)греческого переводится слово φασολάδα? — фасолевый суп — δικολόγος — κρηναίος — μαϊτάπι — αφήλιο — εισπνέω — κονσερβοποιία — γόος — φωτοπαγίδα — αναπειστικός — νουβέλλα — αμυγδαλή — δωρήτρια — τορπιλλοβλητικός — αποδεσμεύω — εκπαιδευμένος — δασονόμος — μαχητής — φακίδα — ειδολογικός — δύσβατος — κατέβασμα |
|||