|
климатический; ~ές συνθήκες — климатические условия; погода; λόγω ~ών συνθηκών — из-за климатических условий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово климатический? — καιρικός как с (ново)греческого переводится слово καιρικός? — климатический — πάπλωμα — ανακατάταξη — δωσίλογος — ξεποδάριασμα — φαλλιτσέκι — τσιφλικάς — οκναμάρα — γυψοποιία — απαρόρμητος — μικροδουλειά — ψηλαφώ — βυθοκόρος — απογεμάτος — αμάν — κουφετάκι — ακαταπολέμητος — εμπιστοσύνη — βασεδώφειος — χλωριοφόρμιο — διανομείον — κακός |
|||