|
αόρ. от κλαίομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκλαύσθην? — — ξεκουράζομαι — ασυνοίκιστος — σακάτης — προγούλι — ξεπέταγμα — προφυλακτήρας — νυκτοσκοπός — ζωοδότειρα — διακηρυκτικός — οτέ — κακότυχος — αντίσταυρα — βινιέττα — υδροχελιδών — μελανίαση — παραχορεύω — δοξάστρια — αυλών — ζωή — ερρωμένος — εναιώρημα |
|||