|
научный; учёный; Επιστημονικό Ερευνητικό Ινστιτούτο — научно-исследовательский институт; ~ό σύγγραμμα — а) научный труд; б) учебник для вузов; ~ή έρευνα — научное исследование, научно-исследовательская работа; ~ σύλλογος — научное общество; ~ βαθμός (τίτλος) — учёная степень (звание) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово научный? — επιστημονικός как на (ново)греческом будет слово учёный? — επιστημονικός как с (ново)греческого переводится слово επιστημονικός? — научный, учёный — θυρεοειδής — αφρώδης — σχετλιασμός — εξαρτίζω — ασφαλιστικό — εξωκαρδία — λαυλακιάζω — καλαθάκι — μούχλας — ελληνιστής — παρομοίωση — αραιωτικός — παρατροπίδιο — αρχέτυπος — αξήλωτος — αξετίμωτος — αδιύλιστος — γαρμπινός — επανωκαλύμμαυχο — ολοκληρωτισμός — γλεντάκι |
|||