|
παθ. αόρ. от διαστέλλω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεστάλην? — — γονατιστά — εξουθενωτικός — καβαλικευτά — ελαφόπουλο — ρινόφωνος — αλεύρι — προπύργιο — καμάκι — ψειρόχορτο — εισιτήριος — αφιονόσπορος — αγουρογερνώ — ουλίτιδα — ακράδαντα — άτεχνος — μαντηλούσα — αμυλόπνευμα — κυκλοφορία — εικονολατρεία — ήρον — Τούρκος |
|||