Новогреческий словарь
τέσσαρες
τέσσαρες
четыре
;
τό δωμάτιο ~α — [phrase]комната номер четыре[/phrase]
;
τό ~α μπαστούνι — карт. четвёрка пик
;
τό ~α δεν χωρεί στό επτά — [phrase]семь не делится на четыре[/phrase]
;
===
δύο καί δύο κάνουν ~α — [phrase]как дважды два четыре[/phrase]
;
νά τόν πάνε οι ~! — [phrase]чтоб он подох![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
четыре
? —
τέσσαρες
как с
(ново)греческого
переводится слово
τέσσαρες
? — четыре
#
(ново)греческий словарь
—
πολλαχόθεν
—
αδελφοποιητός
—
πιατάκι
—
λογχοπέλεκυς
—
παινεσιάρης
—
εδικτον
—
αλευροπόλεμος
—
κολοκυθένιος
—
ασφράγιστος
—
ελκυθερωτικός
—
έφοδος
—
πηγαίος
—
τραγάνισμα
—
πρεσβυγένεια
—
γουρούνα
—
κοκοτυχάω
—
στροβιλογεννήτρια
—
χαμάλης
—
επίμαχα
—
ρηχά
—
στόμιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве