|
уст. распиливать (напильником) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распиливать? — διαρρινώ как с (ново)греческого переводится слово διαρρινώ? — распиливать — δερμάτι — χαρακτηρίζω — αμερικανιστής — φανατικός — αλείαντος — εδώθες — έντονος — διασωστικός — ακιγκλίδωτος — αποκόπτω — πήχτρα — ισάδελφος — απόδειξη — προσδένω — εφετινός — δευτερίά — επί — ανεκφώνητος — πνευματισμός — λουτράρης — αιγίλωψ |
|||