Новогреческий словарь
μυστακοφόρος
μυστακοφόρ|ος
усатый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
усатый
? —
μυστακοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυστακοφόρος
? — усатый
#
(ново)греческий словарь
—
πολυανδρικός
—
νικημένος
—
θεονήστικος
—
καταιονίζω
—
ανορθώτρια
—
λεμονιά
—
κουρίτα
—
ποδοβολητό
—
προσεπιμέτρηση
—
ικαvοποίηση
—
εφιδρώνω
—
μικρύνω
—
μητρομανής
—
διαδίδομαι
—
γιόκας
—
στοιχειομετρία
—
οργανωτικός
—
διέλευση
—
ηθικολογικά
—
λιθοδόμος
—
ευκατονόητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве