|
η презерватив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово презерватив? — περικαυλίς как с (ново)греческого переводится слово περικαυλίς? — презерватив — κατράμωμα — επινοημένος — κηδεστία — πaγκρεατίνη — βαθύσκαπτος — συζητήτρια — βοϊδομμάτισσα — αγριοκούνελο — μαχμουρλής — ανεπιτήδευτος — νοστιμούλικος — παραδείσιος — νικάω — στεγανός — ισοτιμία — αυτονομιστής — τολμητής — υπομνηστικός — καινοθηρία — εκμαυλιστικά — πόντος |
|||