|
ο, η стяжатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стяжатель? — φιλάρπαξ как с (ново)греческого переводится слово φιλάρπαξ? — стяжатель — κούκκος — πενηντάρικο — ανεμοτράνταχτος — συγκαλά — κολλύριο — γλαυκίοπις — ενδοκυτταρικός — αναγορεύομαι διδάκτωρ — ψεύδισμός — αναθρεφτός — γλαυκώδης — νιός — αμαξοδρομία — βουλγαρικός — ψευδοκρούπ — καταζητώ — σοκολατοποιία — εικοσάχρονος — μηχανισμός — σιτισμός — δαυλί |
|||