|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σιγουρεύω? — — ανερώτητα — μισακάρισσα — ανθράκωση — θρομβίνη — περουκίνι — κάστρο — στοίχιση — γειτονόπούλα — χρυσοπλούμιστος — αδιάνθιστος — ακρόρριζο — μακρύτερο — σύγκαυμα — επτάπλευρον — απόκαρσις — ασφαλιστικός — αναγιγνώσκω — ραδιόλα — στιχουργία — αποφοιτήσας — κηπόπολη |
|||